Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἱ ἔκτοσθεν π

См. также в других словарях:

  • ἔκτοσθεν — ἔκτοσθε outside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

  • όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»